μονισμός

μονισμός
Κάθε φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως θεμέλιο της πραγματικότητας, και επομένως και της ερμηνείας που προσφέρεται από την πραγματικότητα, μια μόνη ουσία και μια μόνη αρχή. Κατά ορισμένες εκδοχές, ο μ. είναι αντίθετος στον δυϊσμό και καταλήγει στην αποδοχή του πανθεϊσμού. Άλλες φορές ο μ. παρουσιάζεται ως ψυχοφυσικό σύστημα, που προσπαθεί να ξεπεράσει την αντίθεση φύσης και πνεύματος. Στην εγελιανή ορολογία ο μ. είναι ο συμβιβασμός των αντιθέσεων.
* * *
ο
(φιλοσ.) κάθε φιλοσοφικό σύστημα που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, είτε αυτή είναι η ύλη είτε το πνεύμα και η ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monisme (< μόνος + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ιω. Τζέτζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονισμός — ο (φιλοσ.), κοσμοθεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή των όντων, ο ενισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… …   Dictionary of Greek

  • ενισμός — ο [ένα] ο μονισμός*, φιλοσοφική θεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, κατά την οποία δηλ. τα πάντα στον κόσμο είναι μόνον ένα, αποτελούν ενότητα κατά την αρχή, τη σύσταση και την ύπαρξή τους …   Dictionary of Greek

  • θεομονισμός — ο θεωρία κατά την οποία το μόνο πράγματι υπαρκτό ον είναι ο θεός, όλα δε τα άλλα που θεωρούνται ότι υπάρχουν υπάρχουν μόνο μέσα στον θεό και διά τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theomonism < theo (πρβλ. θεο ) + monism (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

  • μονιστής — ο, θηλ. μονίστρια οπαδός τού μονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. monist (βλ. μονισμός)] …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • ψυχομονισμός — ο, Ν φιλοσοφική θεώρηση κατά την οποία υπάρχει πράγματι μόνον ό,τι συμβαίνει στην ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μονισμός] …   Dictionary of Greek

  • ενισμός — ενισμός, ο και μονισμός, ο (φιλοσ.), μεταφυσική θεωρία, που δέχεται ότι όλα πηγάζουν από μία μόνο αρχή, ότι δηλ. όλα στον κόσμο είναι ένα, κάτι μόνο, και επομένως τα σωματικά και ψυχικά φαινόμενα είναι δύο μορφές μιας και της ίδιας ουσίας και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”